ἀσκέπαστος — uncovered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκέπαστος — η, ο (Μ ἀσκέπαστος, ον) αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του 2. ο απροστάτευτος 3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη») … Dictionary of Greek
ἀσκέπαστον — ἀσκέπαστος uncovered masc/fem acc sg ἀσκέπαστος uncovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπάστους — ἀσκέπαστος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπάστῳ — ἀσκέπαστος uncovered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπαστα — ἀσκέπαστος uncovered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
Covered Hippodrome — The Great palace district. The Covered Hippodrome lay in the southeastern corner of the shaded area The Covered Hippodrome (Greek: σκεπαστός ἱππόδρομος) was a covered courtyard that served as an antechamber to the Great Palace of Constantinople.… … Wikipedia
ανηρεφής — ἀνηρεφής, ές (Α) [ερέφω] ο χωρίς οροφή, ασκέπαστος … Dictionary of Greek
απύκαστος — ἀπύκαστος, ον (Μ) [πυκάζω] ασκέπαστος … Dictionary of Greek